- ἀναλυτήρ
- ἀναλῠ-τήρ, ῆρος, ὁ,A deliverer, A.Ch.160 (lyr.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναλυτήρ — ἀναλυτήρ ( ῆρος), ο (Α) [ἀναλύω] σωτήρας, λυτρωτής … Dictionary of Greek
ἀναλυτήρ — deliverer masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναλύω — (Α ἀναλύω) 1. χωρίζω κάτι σύνθετο στα συστατικά του στοιχεία 2. διαλύω σώμα στερεάς μορφής, λειώνω (στα αρχ. στην παθ.) 3. ερευνώ, εξετάζω αναλυτικά, διερευνώ, λεπτολογώ 4. εκτυλίσσω, ξετυλίγω (στα αρχ. στη μέσ.) 5. (στη Λογική) αναλύω συλλογισμό … Dictionary of Greek